χρονικός

χρονικός
χρον-ικός, ή, όν,
A of or concerning time, temporal, opp. τοπικός, Plot.3.7.9; χ. ποίησις creation in time, Jul.Or.4.146b. Adv. -κῶς ib.145d, Prisc.Lyd.36.2, Dam.Pr. 404.
II chronological,

κανόνες Plu.Sol.27

: τὰ χ. (sc. βιβλία) annals or chronology, Id.Them.27; αἱ χρονικαί (sc. γραφαί) D.H. 1.8;

χ. σύνταξις D.S.13.103

.
III Gramm., χ. ἐπιρρήματα adverbs of time, A.D.Pron.15.24, cf. Sch.Il.Oxy.221i5; temporal, i.e. quantitative,

παράγγελμα A.D.Pron.58.22

; of the temporal augment,

χ. αὐξήσεις Eust.72.45

. Adv. -κῶς in respect of time,

διαφέρειν A.D. Synt.209.23

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρονικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονικός — ή, ό / χρονικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρόνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική στιγμή» β. «χρονικό διάστημα» γ. «χρονική υστέρηση» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῑς τισι λεγομένοις κανόσιν», Πλούτ.) 2. γραμμ. δηλωτικός χρόνου (α …   Dictionary of Greek

  • χρονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρόνο: Δεν υπάρχουν πολλά χρονικά περιθώρια. 2. στο συντακτικό, αυτός που δηλώνει χρόνο: Είναι χρονική η πρόταση αυτή. 3. το ουδ. ως ουσ., χρονικό, α. αφήγηση ιστορικών γεγονότων με χρονολογική σειρά,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρονικά — χρονικός of neut nom/voc/acc pl χρονικά̱ , χρονικός of fem nom/voc/acc dual χρονικά̱ , χρονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονικῶν — χρονικός of fem gen pl χρονικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονικόν — χρονικός of masc acc sg χρονικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονικαῖς — χρονικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονικαί — χρονικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονικοῖς — χρονικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονικοῦ — χρονικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονικούς — χρονικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”